Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ ῥυπαρόν

См. также в других словарях:

  • ῥυπαρόν — ῥυπαρός filthy masc acc sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαρόν — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «χλαρόν κόχλαξ» β) «χλαρόν ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον, ὠχρόν» γ) «χλαρόν ἐλαιηρὸς κώθων» δ) στον πληθ. «χλαρά ψαιστὰ ἐν ἐλαίῷ» 2. (κατά τον Πίνδ. ως επίρρ.) νεανικά, ακμαία ή, κατ άλλους, με χαρά, εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • BDELLIUM — Graece Βδέλλιον, diminutiv. a Βδέλλα, quomodo aliquot locis Auctori Pertpli vocatur; Bedella, Marcello Empirico, crocon atque bedellam: apud Plantum in antiquis libris Bedellium, Salmasio est ex Hebraeo Bedolach, quae vox occurrit Numer. c. 11. v …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οισύπειον — οἰσύπειον (Α) [οισύπη] (κατά τον Ησύχ.) «ἔριον ῥυπαρὸν προβάτων» …   Dictionary of Greek

  • ρυπαρός — ή, ό / ῥυπαρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.) αρχ. 1. αγενής, αγροίκος 2 …   Dictionary of Greek

  • σύβρα — ἡ, Α [σύβρος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ βοῶν, σημαίνει δὲ τὰ πρὸς ῥυπαρόν τι ἐχούσας» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»